- βολτατζάρω
- βολτετζάρω αμετ.1) мор. лавировать, поворачивать на другой галс; 2) см. βολτάρω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βολτατζάρω — 1. περπατώ αργά, κάνω βόλτες 2. πλέω με βόλτες για να πλησιάσω απάνεμη παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. volteggiare «στριφογυρίζω, τριγυρίζω»] … Dictionary of Greek